- πολύθυτος
- πολῠθῠτος, -ον1 with many sacrifices
πολύθυτον ἔρανον P. 5.77
ἡροίαις δὲ πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.47
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολύθυτον ἔρανον P. 5.77
ἡροίαις δὲ πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.47
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολύθυτος — abounding in sacrifices masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύθυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με πολλές θυσίες («θέσπις σοι πολύθυτος ἀεὶ τιμά κραίνεται», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. ιερό θυτος, καλλί θυτος] … Dictionary of Greek
πολύθυτον — πολύθυτος abounding in sacrifices masc/fem acc sg πολύθυτος abounding in sacrifices neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθύτοις — πολύθυτος abounding in sacrifices masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθύτους — πολύθυτος abounding in sacrifices masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθύτων — πολύθυτος abounding in sacrifices masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)